συντροφοναύτης

συντροφοναύτης
ο, Ν
(κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) ναύτης χωρίς μισθό, ο οποίος όμως είχε μερίδιο στα καθαρά κέρδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντροφος + ναύτης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. συντροφοναῦται, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”